"Βίους αντίθετους"
για τις μετοχές των ΗΠΑ και της Ευρώπης "βλέπει"
η JP Morgan.
Η
αμερικανική τράπεζα (την έκθεση παρουσιάζει η
Ελευθερία Κούρταλη στο capital.gr) εντοπίζει
ευκαιρίες στις μετοχές των ΗΠΑ όπου εκτιμά ότι
παρά το πρόσφατο ράλι και τη σημαντική μείωση
των αποτιμήσεων (de-rating) το προφίλ
κινδύνου-ανταμοιβής είναι ελκυστικό, ενώ
προβλέπει πως η οικονομία θα καταφέρει να
αποφύγει την ύφεση παρά τα αδύναμα στοιχεία των
δύο τελευταίων τριμήνων. Αντίθετα, επιλέγει
επιφυλακτική στάση για τις ευρωπαϊκές αγορές
λόγω της ενεργειακής κρίσης και της αβεβαιότητας
που υπάρχει γύρω από την έκβασή της, ενώ εκτιμά
πως είτε εφαρμοστεί δελτίο ενέργειας στη Ευρώπη
είτε όχι, η ύφεση είναι βέβαιη, μόνο το βάθος
της αλλάζει.
Πιο αναλυτικά, όπως
σημειώνει, ο S&P 500
έχει δει το δεύτερο πιο
έντονο de-rating σε
όρους P/E τα τελευταία
30 χρόνια, υπερβαίνοντας
την τυπική συμπίεση των
αποτιμήσεων που
παρατηρήθηκε κατά τη
διάρκεια προηγούμενων
υφέσεων (κατά 6,7x
έναντι 4,5x). Αν και οι
προοπτικές για την
οικονομία παραμένουν
γεμάτες προκλήσεις, η JP
Morgan πιστεύει ότι το
προφίλ
κινδύνου-ανταμοιβής για
τις μετοχές φαίνεται πιο
ελκυστικό καθώς
προχωράμε στο β’ εξάμηνο.
Τα αδύναμα στοιχεία του
ΑΕΠ των ΗΠΑ στο δεύτερο
τρίμηνο θεωρήθηκαν
θετικά από την αγορά,
καθώς αυτό θα ανοίξει
τις πόρτες σε μια πιο
ισορροπημένη Fed.
Ενώ η αποτίμηση των
μετοχών δεν είναι
αξιόπιστο σημάδι για τις
τοποθετήσεις
βραχυπρόθεσμα, μπορεί να
βοηθήσει στον υπολογισμό
του ανώτερου και
κατώτερου εύρους
διαπραγμάτευσης της
αγοράς μεσοπρόθεσμα,
όπως σημειώνει η JP
Morgan. Μετά την περίοδο
του "Μεγάλου Πληθωρισμού"
(από τη δεκαετία του
1980), υπήρξε μια
αρνητική σχέση μεταξύ
των αποτιμήσεων των
μετοχών και των
αποδόσεων των ομολόγων.
Ιστορικά, όταν η απόδοση
του 10ετούς ομολόγου των
ΗΠΑ ήταν στο ~3%, το P/E
των μετοχών του S&P 500
ήταν ~16x (έναντι 16,9x
σήμερα). Εξετάζοντας την
ιστορία, υπάρχει μια
αντίστροφη σχέση "U"
μεταξύ της αποτίμησης
των μετοχών, της
οικονομικής ανάπτυξης
και των επιτοκίων. Εν
ολίγοις, σε περιόδους
όπου η αύξηση του
πραγματικού ΑΕΠ ήταν
χαμηλή (π.χ. 1-2%), οι
αποτιμήσεις του S&P 500
υποστηρίχθηκαν έως ότου
οι αποδόσεις των 10ετών
ομολόγων έφτασαν στο
3,5-4%.
Είτε λόγω της
κερδοφορίας των
εισηγμένων είτε λόγω της
Fed, η JP Morgan βλέπει
μια επαναφορά των
προσδοκιών των επενδυτών:
Η πιο ήπια σε τόνους
συνεδρίαση της Fed της
περασμένης εβδομάδας που
είδε το βασικό επιτόκιο
να αυξάνεται σχεδόν στο
ουδέτερο επίπεδο, μαζί
με την άμβλυνση των
προσδοκιών για τον
πληθωρισμό και τη μείωση
των αποδόσεων των
ομολόγων, υποδηλώνουν
ότι η κορύφωση της
επιθετικότητας της
κεντρικής τράπεζας είναι
πιθανώς πίσω μας. Οι
αγορές μετοχών σημείωσαν
άνοδο παρά τα
απογοητευτικά στοιχεία
για το ΑΕΠ των ΗΠΑ,
υποδεικνύοντας ότι τα
κακά νέα ήταν ήδη
αναμενόμενα/τιμολογημένα.
Η JP Morgan εξακολουθεί
να αναμένει ότι οι ΗΠΑ
θα ξεφύγουν από την
ύφεση, παρά το γεγονός
ότι σημείωσαν δεύτερη
συνεχόμενη πτώση του ΑΕΠ
την περασμένη εβδομάδα.
Υπάρχουν ορισμένες
ενθαρρυντικές
λεπτομέρειες στην
απογοητευτική έκθεση για
το ΑΕΠ, καθώς οι
εταιρείες επιβράδυναν
απότομα τον ρυθμό
δημιουργίας αποθεμάτων
και η πραγματική
κατανάλωση σημείωσε
άνοδο τον Ιούνιο με τα
νοικοκυριά να συνεχίζουν
να μειώνουν τους
πληθωριστικούς
κραδασμούς με χαμηλότερο
ποσοστό αποταμίευσης. Με
ενδείξεις ότι ο
πληθωρισμός των τιμών
καταναλωτή πρόκειται να
μειωθεί απότομα και οι
κρατικές δαπάνες είναι
έτοιμες να ανακάμψουν
από την πρόσφατη
διολίσθησή τους, η JP
Morgan προβλέπει ότι η
οικονομία των ΗΠΑ θα
ανακάμψει σε ρυθμό
ανάπτυξης 1% το δεύτερο
εξάμηνο του 2022.
Δύσκολος χειμώνας στην
Ευρώπη
Από την άλλη πλευρά, όσο... "ταύρος"
είναι για τις αγορές των
ΗΠΑ, τόσο επιφυλακτική
είναι η JP Morgan για
τις αγορές της Ευρώπης.
Όπως εκτιμά, η Ευρώπη θα
διολισθήσει σε ύφεση το
δεύτερο εξάμηνο. Παρά το
ισχυρότερο από το
αναμενόμενο 2,8% του ΑΕΠ
της ζώνης του ευρώ το β’
τρίμηνο, η πρόσφατη
άνοδος των τιμών του
φυσικού αερίου και η
διολίσθηση της
επιχειρηματικής
εμπιστοσύνης οδηγούν την
αμερικανική τράπεζα στην
εκτίμηση ότι η οικονομία
της περιοχής θα
συρρικνωθεί αργότερα
φέτος. Εάν δεν
εφαρμοστούν δελτία
ενέργειας, προβλέπει μια
ήπια συρρίκνωση του ΑΕΠ
και μέτρια αύξηση των
ποσοστών ανεργίας. Εάν
εφαρμοστεί το δελτίο του
φυσικού αερίου αυτόν τον
χειμώνα, πιθανότατα η
ευρωζώνη θα βιώσει βαθιά
συρρίκνωση.
Το σοκ στον πληθωρισμό
και οι ανησυχίες για το
φυσικό αέριο οδήγησαν σε
αναθεωρήσεις προς τα
κάτω στην ανάπτυξη στην
Ευρώπη. Παρά την ισχυρή
(και πάνω από τις
προσδοκίες) αύξηση του
ΑΕΠ 2,8% και το δεύτερο
τρίμηνο, η JP Morgan
αναθεώρησε τις
προβλέψεις της για την
ανάπτυξη για την περιοχή
και τώρα αναμένει ήπια
συρρίκνωση του ΑΕΠ το δ’
τρίμηνο του 2022 – α’
τρίμηνο του 2023 (-0,5%
σε τριμηνιαία βάση). Εν
τω μεταξύ, οι εκπλήξεις
της περασμένης εβδομάδας
τόσο στο μέτωπο της
ανάπτυξης όσο και στον
πληθωρισμό θα επιτρέψουν
στην ΕΚΤ να προχωρήσει
σε νέα αύξηση 50 μ.β.
τον Σεπτέμβριο,
ακολουθούμενη από παύση
τον Οκτώβριο, καθώς τότε
μπορεί να είναι πιο
ξεκάθαρο ότι η οικονομία
της ζώνης του ευρώ
οδεύει σε πλήρη
συρρίκνωση.
Τα παραπάνω δείχνουν ότι
οι προοπτικές για την
προμήθεια φυσικού αερίου
στην περιοχή έχουν γίνει
ακόμη πιο αβέβαιες, οι
φόβοι για ύφεση των ΗΠΑ
έχουν αυξηθεί και, πιο
πρόσφατα, η ιταλική
πολιτική αβεβαιότητα
αυξήθηκε.
Οι προβλέψεις της JP
Morgan υποθέτουν ότι οι
τιμές του φυσικού αερίου
θα κινηθούν στα 150 ευρώ/MWh,
κάτι που πιθανότατα
απαιτεί οι ροές μέσω του
Nord Stream 1 να
διατηρούνται περίπου στο
40%.
Ωστόσο, η κατάσταση
είναι ρευστή και
απρόβλεπτη, όπως
υποδηλώνει η τελευταία
ανακοίνωση για μείωση
της ροής του Nordstream
στο 20%. Το 2021, το
μερίδιο της συνολικής
πρωτογενούς ενέργειας
που καταναλώθηκε στην
Ευρώπη που προέρχεται
από φυσικό αέριο ήταν
περίπου 25%. Από τα
περίπου 400 bcm φυσικού
αερίου που
καταναλώνονται σε ένα
χρόνο, περίπου τα 300
bcm εισάγονται και το
50% αυτών προέρχεται από
τη Ρωσία (155 bcm). Αυτή
τη στιγμή η αποθήκευση
φυσικού αερίου είναι
περίπου 70% και φαίνεται
σύμφωνη με τα
προηγούμενα χρόνια (θετικό).
Ωστόσο, η αποθήκευση
γενικά δεν καλύπτει
περισσότερο από το ένα
τέταρτο της κατανάλωσης,
επομένως μένει να δούμε
πού θα... κάτσουν τελικά
οι ροές αερίου. Ακόμη
και αν αποφευχθεί το
ανατρεπτικό σενάριο του
δελτίου, η κατανάλωση
μπορεί να είναι κάπως
περιορισμένη.
Συνεπώς, η JP Morgan
επιλεγεί να τηρήσει πολύ
επιφυλακτική στάση για
τις μετοχές της Ευρώπης,
παρά το γεγονός ότι
πολλές ευρωπαϊκές αγορές
ήδη αποτιμούν σημαντική
απαισιοδοξία.